Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

γραδαρισμένος [επίθ.] γραμματοσημαίνω {γραμματόσ...
γράδο [ουσ ουδ.] γραμματοσήμανση [θηλ.ουσ]
γραία [θηλ.ουσ] γραμματόσημο {γραμματοσ...
Γραικοί [ουσ αρσ πληθ.] γραμμένο [ουσ ουδ.]
γραικύλος [ουσ αρσ ] γραμμένος [επίθ.]
γράμμα {γράμμ-ατο... γραμμές [θηλ. ουσ πληθ.]
γραμμάριο {γραμμαρί-... γραμμή [θηλ.ουσ]
γράμματα [ουσ ουδ πληθ.] γραμμικός [επίθ.]
γραμματέας {(θηλ. γρα... γραμμικότητα [θηλ.ουσ]
γραμματεία {γραμματει... γραμμοάτομο {γραμμοατό...
γραμματειακός [επίθ.] γραμμογραφημένος [επίθ.]
γραμματεύς {γραμματέω... γραμμογράφος [ουσ αρσ ]
γραμματιζούμενος [επίθ.] γραμμογραφώ [-είς, -εί...
γραμματικά [επίρ.] γραμμομόριο {γραμμομορ...
γραμματική [θηλ.ουσ] γραμμοσύρτης {γραμμοσυρ...
γραμματικός [επίθ.] γραμμοφωνικός [επίθ.]
γραμματικός [ουσ αρσ ] γραμμόφωνο {γραμμοφών...
γραμμάτιο {γραμματί-... γράμμωση [θηλ.ουσ]
γραμματισμένος [επίθ.] γραμμωτός [επίθ.]
γραμματοδιδάσκαλος {γραμματοδ... γρανάζι {γραναζ-ιο...
γραμματοκιβώτιο {γραμματοκ... γραναζοκιβώτιο [ουσ ουδ.]
γραμματοκομιστής {γραμ-ματο... γραναζοκόφτης [ουσ αρσ ]
γραμματολογία {γραμματολ... γρανίτα {δύσχρ. γρ...
γραμματοσειρά [θηλ.ουσ] γρανιτένιος [επίθ.]
γραμματόσημα [ουσ ουδ πληθ.] γρανίτης [ουσ αρσ ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: