Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γραμματεία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 segreteri`a ~f~; ca`rica ~f~ di segreta`rio κλήθηκε να αναλάβει τη γενική γραμματεία τον υπουργείου εσωτερικών==è stato chiamato a ricoprire la carica di segretario generale del ministero degli Interni | η γραμματεία του Κόμματος==la segreteria del partito
2 uffi`cio ~m~ di segreta`rio; segreteri`a ~f~ πρέπει να περάσετε από τη γραμματεία==deve passare in segreteria
3 letteratu`ra ~f~ η λατινική γραμματεία==la letteratura latina

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γραμματέας γραμματειακός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---