Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γραμματέας  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

segreta`rio ~m~ ιδιαιτέρα γραμματέας==segretaria privata, particolare

γραμματεύς
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

forma letteraria di [γραμματέας ^-α, ο^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γράμματα γραμματεία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---