Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γραμματοδιδάσκαλος  
ουσιαστικό αρσενικό

mae`stro ~m~ che insegna`va a le`ggere e a scri`vere

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γραμματισμένος γραμματοκιβώτιο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---