γραμματικός
επίθετο
grammatica`le; di gramma`tica γραμματικά λάθη==errori grammaticali
γραμματικός
ουσιαστικό αρσενικό
1 gramma`tico ~m~; filo`logo ~m~ οι γραμματικοί της Αλεξάνδρειας==i grammatici alessandrini
2 ((popolare)) scriba ~m~; scriva`no ~m~