Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γραμμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [γράφω]
2 scritto το είδα κάπου γραμμένο==l'ho visto scritto di qualche parte
3 ben delinea`to; ben forma`to; armonio`so γραμμένα φρύδια==sopracciglia ben delineate

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γραμμένο γραμμές  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---