Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγραμμές
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός rigatu`ra ~f~ γραμμή ουσιαστικό θηλυκό 1 li`nea ~f~ ευθεία γραμμή==linea retta | καμπύλη γραμμή==linea curva | η γραμμή του ορίζοντα==la linea dell'orizzonte | τηλεφωνική γραμμή==linea telefonica | σιδηροδρομική γραμμή==linea ferroviaria | κόπηκε η γραμμή==è caduta la linea | πλοίο της γραμμής==nave di linea 2 li`nea ~f~, riga ~f~ τετράδιο με γραμμές==quaderno a righe 3 σειρά ανθρώπων fi`la ~f~ μια γραμμή από φαντάρους==una fila di soldati 4 ferrovie banchi`na ~f~, bina`rio ~m~ 5 del corpo umano silhouette ~f~ /σιλουέτ/; forma ~f~; linea ~f~ η Άννα προσέχει τη γραμμή της==Anna sta attenta alla linea 6 militare linea ~f~ μάχομαι στην πρώτη γραμμή==combattere in prima linea 7 di abito linea ~f~; stile ~m~; taglio ~m~ ρούχο με κλασική γραμμή==abito di linea classica 8 ((figurato)) li`nea ~f~ poli`tica; li`nea ~f~ di condo`tta το κόμμα πέρασε νέα γραμμή στούς οπαδούς του==il partito ha imposto una nuova linea politica ai membri | κατευθυντήρια γραμμή==direttiva+++σε γενικές γραμμές==a grandi linee, in linea generale, per sommi capi | γράφω δύο γραμμές σε κάποιον==scrivere due righe a qualcuno permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαtelefonia κόπηκε η γραμμή = τηλεφωνία è caduta la linea || άγονη γραμμή = linea [θηλ.] marittima secondaria Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |