Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγρανάζι
ουσιαστικό ουδέτερο meccanica ingrana`ggio ~m~+++έμπλεξα στα γρανάζια της γραφειοκρατείας==sono rimasto preso negli ingranaggi della burocrazia permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |