Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγραπτά
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός 1 scuola esa`mi ~mp~ scritti κόπηκε στα γραπτά==è stato bocciato agli scritti 2 scritti ~mp~ τα γραπτά του Λεονάρντο==gli scritti di Leonardo γραπτό ουσιαστικό ουδέτερο scritto ~m~; esa`me ~m~, co`mpito ~m~ scritto; prova ~f~ scritta το γραπτό του ήταν γεμάτο λάθη==il suo scritto era pieno di errori permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |