Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γρασάρισμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 grassa`ggio ~m~
2 ingrassa`ggio ~m~
3 ingrassatu`ra ~f~
4 lubrificazio`ne ~f~
5 oliatu`ra ~f~
6 spalmatu`ra ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γρασαδόρος γρασαρισμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---