Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γρατζουνιά  
ουσιαστικό θηλυκό

gra`ffio ~m~; graffia`ta ~f~ έπεσε από το ποδήλατο και γέμισε γρατσουνιές==è caduto dalla bici e si è riempito di graffi

γρατσουνιά
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [γρατζουνιά]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γρατζουνάω γρατζουνίζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---