γραφειοκράτης
ουσιαστικό αρσενικό
buro`crate ~m~
γραφειοκράτες
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός
burocrazi`a ~f~
γραφειοκράτισσα
ουσιαστικό θηλυκό
1 femminile di [γραφειοκράτης ^-η, ο^]
2 buro`crate ~f~
ουσιαστικό αρσενικό
buro`crate ~m~
γραφειοκράτες
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός
burocrazi`a ~f~
γραφειοκράτισσα
ουσιαστικό θηλυκό
1 femminile di [γραφειοκράτης ^-η, ο^]
2 buro`crate ~f~
permalink
γραφειοκράτες [ουσ αρσ πληθ.]
γραφειοκράτης {γραφειοκρ...
γραφειοκράτισσα {γραφειοκρ...
---CACHE---
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
