Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγραφή
ουσιαστικό θηλυκό 1 scri`ttura ~f~ γραμμική γραφή==scrittura lineare | σφηνοειδής γραφή==scrittura cuneiforme 2 γράψιμο scrittu`ra; grafi`a ~f~; calligrafi`a ~f~ ευανάγνωστη γραφή==grafia leggibile 3 ((popolare)) le`ttera ~f~ πήρα μια γραφή απ' τα ξένα==ho ricevuto una lettera dall'estero 4 religione Scritture ~fp~ η Αγία Γραφή==la Sacra Scrittura, le Sacre Scritture permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |