Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γρατζούνισμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 abrasio`ne ~f~
2 acciaccame`nto ~m~
3 ammaccame`nto ~m~
4 ammaccatu`ra ~f~
5 escoriazio`ne ~f~
6 grattatu`ra ~f~
7 scalfitu`ra ~f~
8 scorticame`nto ~m~
9 spellatu`ra ~f~

γρατσούνισμα
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [γρατζούνισμα]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γρατζουνίζω γρατζουνισμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---