Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

γονιδίωμα {γονιδιώμ-... γονυπετώς [επίρ.]
γονικός [επίθ.] γόος [ουσ αρσ ]
γονιμοποιημένος [επίθ.] γόπα [θηλ.ουσ]
γονιμοποίηση {-ης κ. -ή... γοργά [επίρ.]
γονιμοποιητικός [επίθ.] γοργόνα {χωρ. γεν....
γονιμοποιώ {γονιμοποι... γοργοπόδαρος [επίθ.]
γόνιμος [επίθ.] γοργός [επίθ.]
γονιμότατος [επίθ.] γοργοτάξιδος [επίθ.]
γονιμότερος [επίθ.] γοργότατος [επίθ.]
γονιμότητα {χωρ. πληθ... γοργότερος [επίθ.]
γονιμώτατος [επίθ.] γοργόφτερος [επίθ.]
γονιμώτερος [επίθ.] γόρδιος [επίθ.]
γονιοί [ουσ αρσ πληθ.] γορίλας [ουσ αρσ ]
γονιός [ουσ αρσ ] γοτθικός [επίθ.]
γονόκοκκος [ουσ αρσ ] Γότθος [ουσ αρσ ]
γονόρροια {χωρ. πληθ... Γουαδελούπη [κύρ.όν. θηλ.]
γονορροϊκός [επίθ.] Γουατεμάλα [κύρ.όν. θηλ.]
γόνος [ουσ αρσ ] γούβα {δύσχρ. γο...
γονοτυπικός [επίθ.] γουβιάζω μππ. γουβι...
γονότυπος {γονοτύπ-ο... γούβιασμα [ουσ ουδ.]
γονοφθαλμίδιο [ουσ ουδ.] γουβώνω {γούβω-σα,...
γόνυ {uòvo σε ο... γουδί {γουδ-ιού ...
γονυκλισία {γονυκλισι... γουδοχέρι {δύσχρ. γο...
γονυπετής {γονυπετ-ο... γουέστερν [ουσ ουδ.]
γονυπετώ [-είς, -εί... Γουιάνα [κύρ.όν. θηλ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: