Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

γιδοπρόβατα {γιδοπροβά... γιορτασμός [ουσ αρσ ]
γιερμάς [ουσ αρσ ] γιορταστικός [επίθ.]
γιλέκο [ουσ ουδ.] γιορτές [θηλ. ουσ πληθ.]
γινατεύω (-) γιορτή [θηλ.ουσ]
γινάτι {γινατ-ιού... γιορτινά [ουσ ουδ πληθ.]
γίνεται (-) γιορτινός [επίθ.]
γίνομαι {έγινα (να... γιος [ουσ αρσ ]
γινόμενο {γινομέν-ο... γιοτ [ουσ ουδ.]
γίνωμα {γινώματος... γιουβέτσι {γιουβετσ-...
γινωμένος [επίθ.] Γιουγκοσλάβα [θηλ.ουσ]
γινώσκω (έγν-ων, -... Γιουγκοσλαβία [κύρ.όν. θηλ.]
γιογιό [ουσ ουδ.] γιουγκοσλαβικός, γιουγκοσλάβικος [επίθ.]
γιόγκα [ουσ ουδ.] Γιουγκοσλάβος [ουσ αρσ ]
γιόγκι [ουσ αρσ ] γιουκουλέλε [ουσ αρσ και θηλ.]
γιοιιχαίζω {γιουχάισ-... Γιούνισεξ [επίθ.]
γιόκας [ουσ αρσ ] γιούρια [θηλ.ουσ]
γιομάτος [επίθ.] γιουρούσι {γιουρουσ-...
γιομίζω (-) γιουσουρούμ [ουσ ουδ.]
γιόμιση [θηλ.ουσ] Γιουτλάνδη [κύρ.όν. αρσ.]
γιομισμένος [επίθ.] γιουχάισμα [ουσ ουδ.]
γιομόζω (-) γιουχαΐσματα [ουσ ουδ πληθ.]
γιορντάνι {χωρ. γεν.... γιουχάρισμα [ουσ ουδ.]
γιορτάζω {γιόρτασ-α... γιουχαρισμένος [επίθ.]
γιορτάζω {γιόρτασ-α... γιουχάρω (-)
γιορτασμένος [επίθ.] γιοφύρι [ουσ ουδ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: