Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γιουχάρω  
ρήμα μεταβατικό

per disapprovazione fischia`re; urla`re; schiamazza`re οι θεατές γιουχάρισαν τούς ηθοποιούς==il pubblico ha fischiato gli attori

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γιουχαρισμένος γιοφύρι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---