Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γιοτ  
ουσιαστικό ουδέτερο

pa`nfilo ~m~; yacht ~m~ γιοτ

γιώτ
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [γιοτ ^-, το^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γιος γιουβέτσι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---