Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Γιουγκοσλάβα
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [Γιουγκοσλάβος ^-ου, ο^]
2 jugosla`va ~f~; abita`nte ~f~ della Jugosla`via

Γιουγκοσλάβος  
ουσιαστικό αρσενικό

jugosla`vo ~m~; abita`nte ~m~ della Jugosla`via

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γιουβέτσι Γιουγκοσλαβία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---