Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

βοτάνι {βοταν-ιού... βουβαμάρα {χωρ. πληθ...
βοτανίζω {βοτάνισα}... βουβαμένος [επίθ.]
βοτανική [θηλ.ουσ] βουβαμός [ουσ αρσ ]
βοτανικός [επίθ.] βουβός [επίθ.]
βοτανισμένος [επίθ.] βουβώνας [ουσ αρσ ]
βότανο {βοτάν-ου ... βουβωνικός [επίθ.]
βοτανολόγιο {βοτανολογ... βουβωνοκήλη {χωρ. πληθ...
βοτανολόγος [ουσ αρσ και θηλ.] Βούδας [ουσ αρσ ]
βότανον [ουσ ουδ.] βουδισμός [ουσ αρσ ]
βοτανοπωλητής [ουσ αρσ ] βουδιστής [ουσ αρσ ]
βότκα {χωρ. γεν.... βουδιστικός [επίθ.]
βοτουλίαση [θηλ.ουσ] βουδίστρια [θηλ.ουσ]
βοτρύδιο [ουσ ουδ.] βουή [θηλ.ουσ]
βοτρύο [ουσ ουδ.] βουητό [ουσ ουδ.]
βοτρυοειδής [επίθ.] βουιδέ [θηλ.ουσ]
βότρυς {βότρ-υος ... βουΐζω {βούι-ξα κ...
βοτρυώδης [επίθ.] βούκα [θηλ.ουσ]
βότσαλα [θηλ.ουσ] βουκέντρα [θηλ.ουσ]
βότσαλο [ουσ ουδ.] βουκέντρι [ουσ ουδ.]
βουβαίνομαι [ρ. παθ.] βούκεντρο {βουκεντρώ...
βουβαίνω {βούβα-να,... βουκεφάλας [ουσ αρσ ]
βουβάλα [θηλ.ουσ] βούκινο [ουσ ουδ.]
βουβάλι [ουσ ουδ.] βούκινον [ουσ ουδ.]
βουβαλοζεύγαρον [ουσ ουδ.] βουκολικός [επίθ.]
βούβαλος [ουσ αρσ ] βουκόλος [ουσ αρσ ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: