Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βουδιστής  
ουσιαστικό αρσενικό

religione buddi`sta ~m~

βουδίστρια
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [βουδιστής ^-ή, ο^]
2 religione buddi`sta ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βουδισμός βουδιστικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---