Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβουΐζω
ρήμα αμετάβατο romba`re; romba`re; fischia`re βουίζει ο αγέρας==il vento fischia | βουίζουν τ' αυτιά μου==mi fischiano gli orecchi | βούιξε ο τόπος==la cosa ha suscitato scalpore, tutti ne parlano permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |