Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βοή  
ουσιαστικό θηλυκό

1 boa`to ~m~; rombo ~m~; frago`re ~m~; frastuo`no ~m~ υποχθόνια βοή==boato sotterraneo | ακουγόταν βοή τον καταρράκτη==si sentiva il rombo della cascata
2 clamo`re ~m~; stre`pito ~m~ η βοή του όχλου==il clamore della folla

βουή
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [βοή ^-ής, η^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βοερός βοηθάω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---