Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βοημή
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [βοημός ^-ού, ο^]
2 boe`ma ~f~, abita`nte ~f~ della Boemia

βοημός  
ουσιαστικό αρσενικό

boe`mo ~m~, abita`nte ~m~ della Boemia

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βοηθών βοημικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---