Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
βολέ
ουσιαστικό ουδέτερο
1
vola`ta ~f~
2
colpo ~m~ a volo
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< βολβώδης
βόλεϊ >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
βοιωτός
[ουσ αρσ ]
βολάν
[ουσ ουδ.]
βολβοειδής
{βολβοειδ-...
βολβός
[ουσ αρσ ]
βολβώδης
{βολβώδ-ου...
βολέ
[ουσ ουδ.]
βόλεϊ
[ουσ ουδ.]
βόλεϊμπολ, βόλεϊ μπολ
[ουσ ουδ.]
βολεϊμπολίστας
[ουσ αρσ ]
βολεϊμπολίστρια
[θηλ.ουσ]
βόλεμα
{βολέμ-ατο...
βολεμένος
[επίθ.]
βολετός
[επίθ.]
βόλεϋ
[ουσ ουδ.]
βολεύομαι
[ρ. παθ.]
βολεύω
{βόλ-εψα, ...
βολή{1}
[θηλ.ουσ]
βολή{2}
[θηλ.ουσ]
βόλι
{χωρ. γεν....
Βολιβιανή
[θηλ.ουσ]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis