Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβόδι
ουσιαστικό ουδέτερο 1 bu`e ~m~ βοδινό κρέας==carne bovina 2 ((figurato)) a`sino ~m~, soma`ro ~m~ 3 ((figurato)) perso`na ~f~ corpule`nta, gro`ssa di corpo; pachide`rma ~m~ βόιδι ουσιαστικό ουδέτερο variante popolare di [βόδι ^-ού, το^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |