Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβοήθημα
ουσιαστικό ουδέτερο 1 aiu`to ~m~ in dena`ro; sussi`dio ~m~; asse`gno ~m~ ειδικό βοήθημα για τούς πολυτέκνους==sussidio speciale per le famiglie numerose 2 sussi`dio ~m~ bibliogra`fico αυτή η έρευνα είναι αδύνατον να γίνει δίχως βοηθήματα==questa ricerca è impossibile senza sussidi bibliografici | βοηθήματα διδασκαλίας==sussidi didattici permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |