Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βουβαμάρα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 sile`nzio ~m~ di tomba
2 muti`smo ~m~ μετά τις φωνές τον καθηγητή έπεσε βουβαμάρα στην τάξη==dopo la sfuriata del professore, si fece in classe un silenzio di tomba

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βούβαλος βουβαμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---