Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βουβαίνομαι
ρήμα παθητικό

ammutoli`re; azzitti`rsi; rimane`re senza paro`le βουβάθηκαν όλοι στο άκουσμα της είδησης==a quella notizia, tutti ammutolirono, restarono senza parola

βουβαίνω  
ρήμα μεταβατικό

ammutoli`re; fare tace`re; azzitti`re

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βότσαλο βουβάλα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---