Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βοτάνι
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [βότανο ^-ου, το^]

βότανο  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 erba ~f~
2 erba ~f~ medicina`le
3 ((figurato)) erba ~f~ ma`gica το βοτάνι της αγάπης==filtro d'amore

βότανον
ουσιαστικό ουδέτερο

variante letteraria di [βότανο]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βοστρυχωτός βοτανίζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---