Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

βοράς [ουσ αρσ ] βορράς {χωρ. πληθ...
βόρβορος {βορβόρου ... βοσκάω Ρ αόρ. βόσ...
βορβορώδης [επίθ.] βοσκή [θηλ.ουσ]
βόρεια [επίρ.] βόσκημα [ουσ ουδ.]
βορειανατολικός [επίθ.] βοσκημένος [επίθ.]
βορειοαμερικανός [αρσ. επίθ και ουσ] βόσκηση [θηλ.ουσ]
βορειοανατολικός [επίθ.] βοσκήσιμος [επίθ.]
βορειοατλαντικός [επίθ.] βοσκοπούλα [θηλ.ουσ]
βορειοαφρικανός [αρσ. επίθ και ουσ] βοσκόπουλο [ουσ ουδ.]
Βορειοβιετναμέζος [ουσ αρσ και θηλ.] βοσκός [ουσ αρσ ]
βορειοδυτικός [επίθ.] βοσκοτόπι {δύσχρ. βο...
βορειοελλαδικός [επίθ.] βοσκότοπος [ουσ αρσ ]
βορειοελλαδίτης [ουσ αρσ ] βοσκώ, βόσκω Ρ αόρ. βόσ...
βορειοελλαδίτισσα [θηλ.ουσ] Βόσνια [θηλ.ουσ]
Βορειοευρωπαίος [ουσ αρσ ] Βόσνιος [ουσ αρσ ]
βόρειος {-ου κ. (λ... βοστρυχίζω {βοστρύχισ...
Βόρειος [ουσ αρσ ] βοστρυχοειδής [επίθ.]
βορειότατος [επίθ.] βόστρυχος {βοστρύχ- ...
βορειότερος [επίθ.] βοστρυχωτός [επίθ.]
βοριαδάκι {χωρ. γεν.... βοτάνι {βοταν-ιού...
βοριάς [ουσ αρσ ] βοτανίζω {βοτάνισα}...
βορικό [ουσ ουδ.] βοτανική [θηλ.ουσ]
βορικός [επίθ.] βοτανικός [επίθ.]
βορινός [επίθ.] βοτανισμένος [επίθ.]
βόριο (χωρίς πλη... βότανο {βοτάν-ου ...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: