Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Βόσνια
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [Βόσνιος ^-ου, ο^]
2 bosni`aca ~f~; abita`nte ~f~ della Bo`snia

Βόσνιος  
ουσιαστικό αρσενικό

bosni`aco ~m~; abita`nte ~m~ della Bo`snia

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βοσκώ, βόσκω βοστρυχίζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---