Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβοσκάω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο variante di [βόσκω] βοσκώ, βόσκω ρήμα αμετάβατο pascola`re οι κατσίκες βόσκουν στη σκιά των δέντρων==le capre pascolano all'ombra degli alberi | βόσκω τα πρόβατα==pascolare le pecore+++πού βόσκει ο νους σου==dove hai la testa? permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |