Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βοσκοπούλα
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [βοσκόπουλο ^-ου, ο^]
2 pastore`lla ~f~

βοσκόπουλο  
ουσιαστικό ουδέτερο

pastore`llo ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βοσκήσιμος βοσκός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---