Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βορειοελλαδίτης  
ουσιαστικό αρσενικό

abita`nte ~m~ della Gre`cia settentriona`le

βορειοελλαδίτισσα
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [βορειοελλαδίτης ^-η, ο^]
2 abita`nte ~f~ della Gre`cia settentriona`le

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βορειοελλαδικός Βορειοευρωπαίος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---