Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βόρειος  
επίθετο

no`rdico; settentriona`le; del Nord οι βόρειες χώρες==i paesi nordici | ο Βόρειος Πόλος==il polo Nord | η βόρεια Ευρώπη==l'Europa settentrionale, del Nord

Βόρειος  
ουσιαστικό αρσενικό

1 nordico ~m~
2 settentrionale ~m~

βορειότατος
επίθετο

superlativo di [βόρειος]

βορειότερος
επίθετο

comparativo di [βόρειος]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Βορειοευρωπαίος βοριαδάκι  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η Βόρεια Αμερική = Nord [αρσ.] America [θηλ.] || ο Βόρειος Πόλος = Polo [αρσ.] Nord


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---