Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβοσκή
ουσιαστικό θηλυκό pa`scolo ~m~; pastu`ra ~f~ πάω τα ζώα στη βοσκή==portare, condurre gli animali al pascolo permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |