Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

αχινός [ουσ αρσ ] αχολογώ {αχολογ-εί...
αχλάδι {αχλαδ-ιού... αχολόι [ουσ ουδ.]
αχλαδιά [θηλ.ουσ] αχόρταγος [επίθ.]
αχλαδόσχημος [επίθ.] αχορτασιά [θηλ.ουσ]
αχλή [θηλ.ουσ] αχός [ουσ αρσ ]
αχλύς {αχλ-ύος, ... αχούρι {αχουρ-ιού...
αχλωρυδρία [θηλ.ουσ] άχραντος [επίθ.]
αχμάκης [επίθ.] αχρείαστος [επίθ.]
άχνα {χωρ. πληθ... αχρειολογία [θηλ.ουσ]
αχνάρι [ουσ ουδ.] αχρείος [επίθ.]
άχνη {χωρ. πληθ... αχρειόστομος [επίθ.]
αχνίζω {άχνισ-α, ... αχρειότατος [επίθ.]
αχνίζω {άχνισ-α, ... αχρειότερος [επίθ.]
αχνισμένος [επίθ.] αχρειότητα {αχρειοτήτ...
αχνιστός [επίθ.] αχρημάτιστος [επίθ.]
αχνολάμπω [ρ. μτβ.] αχρησία {χωρ. πληθ...
αχνός{1} [επίθ.] αχρησιμοποίητος [επίθ.]
αχνός{2} [ουσ αρσ ] αχρήστευση [θηλ.ουσ]
αχνότατος [επίθ.] αχρήστευσις [θηλ.ουσ]
αχνότερος [επίθ.] αχρηστεύω {αχρήστεψα...
αχνοτρέμω {μόνο σε ε... αχρηστία {χωρ. πληθ...
αχνοφεγγιά [θηλ.ουσ] άχρηστος [επίθ.]
αχνοφέγγισμα [ουσ ουδ.] αχρόνιαστος [επίθ.]
αχνοφέγγω {αχνόφεξα} αχρονολόγητος [επίθ.]
αχόλιαστος [επίθ.] άχροος [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: