Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αχούρι  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 stalla ~f~
2 ((figurato)) tugu`rio ~m~; porci`le ~m~ μένει σε ένα αχούρι==vive in un tugurio | αχούρι μού το κάνατε το σπίτι!==mi avete ridotto la casa ad una stalla, ad un porcile!

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αχός άχραντος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---