Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαχρηστεύω
ρήμα μεταβατικό re`ndere inservi`bile; me`ttere fuo`ri uso; ro`mpere; rovina`re; distru`ggere; menoma`re αχρήστεψε το αυτοκίνητο του πατέρα του==ha distrutto la macchina del padre | ένα σοβαρό εργατικό ατύχημα τον αχρήστεψε για πάντα==un grave incidente sul lavoro lo ha menomato per sempre permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |