Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαχταρμάς
ουσιαστικό αρσενικό 1 ((popolare)) tra`nsito ~m~ (di merci) 2 ((figurato)) confusio`ne ~f~; casi`no ~m~ όλα είναι ένας αχταρμάς στο κεφάλι του==ha una gran confusione in testa permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |