Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αχυράνθρωπος  
ουσιαστικό αρσενικό

prestano`me ^mf^; testa ~f~ di legno; uo`mo ~m~ di pa`glia

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  άχυμος αχυρένιος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---