Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αχτύπητος  
επίθετο

1 non colpi`to
2 ((figurato)) imbatti`bile είναι αχτύπητος στο σκάκι==è imbattibile agli scacchi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αχτινωτός άχυμος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---