Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαχρήστευση
ουσιαστικό θηλυκό obsolesce`nza ~f~ αχρήστευσις ουσιαστικό θηλυκό forma arcaica di [αχρήστευση ^-ης, η^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |