Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αχορτασιά  
ουσιαστικό θηλυκό

1 avidità ~f~
2 incontentabilità ~f~
3 ingordi`gia ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αχόρταγος αχός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---