Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αχνάρι  
ουσιαστικό ουδέτερο

orma ~f~; tra`ccia ~f~ τα σκυλιά ακολουθούσαν τ' αχνάρια της αλεπούς==i cani seguivano le orme della volpe

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  άχνα άχνη  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---