Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαχνός{1}
επίθετο 1 pa`llido ένα αχνό πρόσωπο==un volto pallido 2 sbiadi`to; chia`ro; scia`lbo; pa`llido ένα αχνό γαλάζιο==un azzurro pallido 3 sbiadi`to; appe`na accenna`to; appe`na abbozza`to; appe`na percetti`bile αχνό χαμόγελο==sorriso appena abbozzato | με αχνή φωνή==con voce fioca; con un filo di voce 4 fio`co; te`nue στο αχνό φως της λάμπας==alla luce fioca della lampada αχνός{2} ουσιαστικό αρσενικό 1 vapo`re ~m~ μαγειρεύω κάτι στον αχνό==cucinare qualcosa al, a vapore 2 vapo`re ~m~ (emanato dalla terra umida) 3 a`lito ~m~; fia`to ~m~ ζέσταινε τα χέρια της με τον αχνό==si scaldava le mani con l'alito αχνότατος επίθετο superlativo di [αχνός] αχνότερος επίθετο comparativo di [αχνός] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |