Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

αισθητά [επίρ.] αϊ-Σπυριδώνου [ουσ αρσ ]
αισθητηριακός [επίθ.] αιστάνομαι impf αισθα...
αισθητήριο {αισθητηρί... αισταντικά [επίρ.]
αισθητήριος [επίθ.] αισταντικός [επίθ.]
αισθητικά [επίρ.] αίστηση gen αισθήσ...
αισθητική [θηλ.ουσ] αϊ-Στράτηγος [ουσ αρσ ]
αισθητικισμός [ουσ αρσ ] αϊ-Συμιός [ουσ αρσ ]
αισθητικός [επίθ.] αίσχιστος [επίθ.]
αισθητικός [ουσ αρσ και θηλ.] αίσχος {αίσχ-ους ...
αισθητικότατος [επίθ.] αίσχος [επιφ.]
αισθητικότερος [επίθ.] αισχρά [επίρ.]
αισθητικότητα {χωρ. πληθ... αισχροκέρδεια {αισχροκερ...
αισθητικώτατος [επίθ.] αισχροκερδής [επίθ.]
αισθητικώτερος [επίθ.] αισχροκέρδια [θηλ.ουσ]
αισθητισμός [ουσ αρσ ] αισχροκερδώ [-είς, - ε...
αισθητός [επίθ.] αισχρολόγημα [ουσ ουδ.]
αισθητότης [θηλ.ουσ] αισχρολογία {αισχρολογ...
αισθητότητα [θηλ.ουσ] αισχρόλογο [ουσ ουδ.]
αισιόδοξα [επίρ.] αισχρολόγος [επίθ.]
αισιοδοξία {χωρ. πληθ... αισχρολογώ {αισχρολογ...
αισιόδοξος [επίθ.] αισχρός {υπερθ. κ....
αισιοδοξώ [-είς, -εί... αισχρότατος [επίθ.]
αίσιος [επίθ.] αισχρότερος [επίθ.]
αΐσκιωτος [επίθ.] αισχρότερος [επίθ.]
αϊ-Σπυρίδωνα [ουσ αρσ ] αισχρότητα {αισχροτήτ...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: