Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαισθητικός
επίθετο este`tico αισθητικός ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό estetista ^mf^ αισθητικότατος επίθετο superlativo di [αισθητικός] αισθητικότερος επίθετο comparativo di [αισθητικός] αισθητικώτατος επίθετο superlativo di [αισθητικός] αισθητικώτερος επίθετο comparativo di [αισθητικός] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |