αισθητικός
επίθετο
este`tico
αισθητικός
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό
estetista ^mf^
αισθητικότατος
επίθετο
superlativo di [αισθητικός]
αισθητικώτατος
επίθετο
superlativo di [αισθητικός]
αισθητικότερος
επίθετο
comparativo di [αισθητικός]
αισθητικώτερος
επίθετο
comparativo di [αισθητικός]
επίθετο
este`tico
αισθητικός
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό
estetista ^mf^
αισθητικότατος
επίθετο
superlativo di [αισθητικός]
αισθητικώτατος
επίθετο
superlativo di [αισθητικός]
αισθητικότερος
επίθετο
comparativo di [αισθητικός]
αισθητικώτερος
επίθετο
comparativo di [αισθητικός]
permalink
αισθητικός [επίθ.]
αισθητικός [ουσ αρσ και θηλ.]
αισθητικότατος [επίθ.]
αισθητικότερος [επίθ.]
αισθητικώτατος [επίθ.]
αισθητικώτερος [επίθ.]
---CACHE---
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
