Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαισθητική
ουσιαστικό θηλυκό 1 filosofia este`tica ~f~ 2 este`tica ~f~; belle`zza ~f~ καταστρέφω την αισθητική μίας πλατείας==rovinare l'estetica di una piazza | ινστιτούτο αισθητική==istituto di bellezza 3 senso ~m~ este`tico; senso ~m~ del be`llo της λείπει η αισθητική==(lei) manca di senso estetico permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |